I only wished to be something beautiful through my music… Through my silent devotion… ~ Nightwish, Oceal Soul ~

Είμαι απλά μια έφηβη, με μεγάλες αγάπες όμως. Μία από αυτές είναι η Ιαπωνία. Πολλές φορές ονειρεύομαι να ζήσω εκεί –Τόκιο: Η πόλη των ονείρων μου –Μ' αρέσει η ιαπωνική μουσική, οι ιαπωνικές σειρές, η ιαπωνική κουλτούρα και είπα να μοιραστώ αυτήν την αγάπη μαζί σας όπως και ότι άλλο εγώ θεωρώ όμορφο… Εκτός αυτού όμως εδώ θα δεις και πράγματα που με ενοχλούν καθώς και την γνώμη μου για ότι συμβαίνει γύρω μας που με επηρεάζει.

Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2012

Το προσκλητήριο



Στο προσκλητήριο ήτανε χιλιάδες,
πλάι στους απόντες έμπαινε ο σταυρός,
μετρήθηκαν για σιγουριά οι μανάδες,
κανείς δεν είπε το όνομα «νεκρός».
Ο Νίκος κι ο Βαγγέλης κι ο Σταμάτης
κι εκείνος που τους μίλαγε βραχνά
κι η κοπελιά που βρήκαν το όνομα της 
σβησμένο στης σχολής τα πρακτικά.
Στο προσκλητήριο ήτανε παρόντες
ένας καημός, μια μνήμη και αριθμοί.
Ζούνε ανάμεσά τους κι οι απόντες,
για πάντα θα θυμούνται οι ζωντανοί.




Τάσος Λειβαδίτης, Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο




Αδερφέ μου, σκοπέ
αδερφέ μου, σκοπέ
σ' ακούω να περπατάς πάνω στο χιόνι
σ' ακούω να περπατάς πάνω στο χιόνι
σ' ακούω που βήχεις μες στην παγωνιά
σε γνωρίζω, αδερφέ μου
και με γνωρίζεις.
Στοιχηματίζω ότι έχεις μια κοριτσίστικη φωτογραφία στην
τσέπη σου.
Στοιχηματίζω αριστερά μέσα στο στήθος σου πως έχεις μια
καρδιά.
Θυμάσαι;
Είχες κάποτε ένα τετράδιο ζωγραφισμένο χελιδόνια
είχα κάποτε ονειρευτεί να περπατήσουμε κοντά - κοντά
στο κούτελό σου ένα μικρό σημάδι απ' την σφεντόνα μου
στο μαντήλι μου φυλάω διπλωμένα τα δάκρυά σου
στην άκρη της αυλής μας έχουν ξεμείνει τα σκολιανά
παπούτσια σου
στον τοίχο του παλιού σπιτιού φέγγουν ακόμα
με κιμωλία γραμμένα τα παιδικά μας όνειρα.
Γέρασε η μάνα σου σφουγγαρίζοντας τις σκάλες των
υπουργείων
το βράδυ σταματάει στη γωνιά
κι αγοράζει λίγα κάρβουνα απ' το καρότσι του πατέρα μου
κοιτάζονται μια στιγμή και χαμογελάνε
την ώρα που εσύ γεμίζεις τ' όπλο σου
κ' ετοιμάζεσαι να με σκοτώσεις.
Βασίλεψαν τα πρωινά σου μάτια πίσω από ένα κράνος
άλλαξες τα παιδικά σου χέρια μ' ένα σκληρό ντουφέκι
πεινάμε κ' οι δυο για ένα χαμόγελο
και μια μπουκιά ήσυχο ύπνο.
Ακούω τώρα τις αρβύλες σου στο χιόνι
σε λίγο θα πας να κοιμηθείς
καληνύχτα, λυπημένε αδερφέ μου
αν τύχει να δεις ένα μεγάλο αστέρι είναι που θα
σε συλλογίζομαι
καθώς θ' ακουμπήσεις τ' όπλα σου στη γωνιά θα ξαναγίνεις
ένα σπουργίτι.
Κι όταν σου πουν να με πυροβολήσεις
χτύπα με αλλού
μη σημαδέψεις την καρδιά μου.
Κάπου βαθιά της ζει το παιδικό σου πρόσωπο.
Δεν θα' θελα να το λαβώσεις.

Ο νεκρός που τον είπανε αρχηγό





Τον έλεγαν «ο αρχηγός»
έγιν' ο πρώτος της νεκρός
οι φίλοι τού 'πανε «θα ζεις
όσο υπάρχουμε κι εμείς».

Είχε δυο μάτια γαλανά
στ' αριστερό σφαίρα περνά
μπλε παραμένει το δεξί
στο στόμα κόκκινη γραμμή.

Μιλούσε πρώτος στα παιδιά
γέμιζε λόγια η καρδιά
πέρασε πρώτος τη γραμμή
που τελειώνει η ζωή.

«σκοτώθηκε ο αρχηγός».
Ήταν ψηλός, ήταν στητός
θα τριγυρνάει στη ζωή
όσο υπάρχούν ζωντανοί.

Λένα Παππά, Στους σκοτωμένους σπουδαστές του Νοεμβρίου




Μάτια κλειδωμένα, χέρια παγωμένα
κείτεται
-δεκαοχτώ χρονώ ήτανε δεν ήτανε-
για να έχω εγώ πουλιά-φτερά στα χέρια μου,
και συ στο σπιτάκι σου,
μια γλάστρα με βασιλικό στο πεζουλάκι
και τα παιδιά μας ξένοιαστα να χτίζουνε το μέλλον.

Η μάνα του τον περιμένει και δεν έρχεται,
η άνοιξή του παίζει κα δεν τηνε ξέρει πια.
Στις φλέβες του αίμα σταματημένο και πικρό,
γυαλί σπασμένο ο κόσμος, σωριασμένο πάνω του.
Για να έχω εγώ τον άσπρο μου ύπνο
Και συ γαρίφαλο χαμόγελο στο στόμα σου,
για να ’χουν τα παιδιά μας το δικό τους ήλιο…

Κωστούλας Μητροπούλου, Τα κάγκελα




Πίσω απ' τα κάγκελα ελεύθεροι χιλιάδες
στο δρόμο περπατάει αργά η φοβέρα,
πίσω απ' τα σίδερα ονειρεύονται μανάδες
παιδιά που έχουνε αλλάξει σε μια μέρα.
Μπροστά απ' τα κάγκελα οι σκλάβοι που φοβούνται
όπλα κρατάνε και ο δρόμος τους ανήκει
πίσω απ' τα κάγκελα φωνές που δε φοβούνται
και μοιάζουν θάλασσα που πλέει ένα καΐκι.
Πίσω απ' τα σίδερα τα μάτια της γενιάς τους
χαμογελάνε σ' ένα φως που ξημερώνει
έξω στο δρόμο η ντροπή κι η παγωνιά τους
βήμα με βήμα την ελπίδα τη σκοτώνει.