I only wished to be something beautiful through my music… Through my silent devotion… ~ Nightwish, Oceal Soul ~

Είμαι απλά μια έφηβη, με μεγάλες αγάπες όμως. Μία από αυτές είναι η Ιαπωνία. Πολλές φορές ονειρεύομαι να ζήσω εκεί –Τόκιο: Η πόλη των ονείρων μου –Μ' αρέσει η ιαπωνική μουσική, οι ιαπωνικές σειρές, η ιαπωνική κουλτούρα και είπα να μοιραστώ αυτήν την αγάπη μαζί σας όπως και ότι άλλο εγώ θεωρώ όμορφο… Εκτός αυτού όμως εδώ θα δεις και πράγματα που με ενοχλούν καθώς και την γνώμη μου για ότι συμβαίνει γύρω μας που με επηρεάζει.

Τετάρτη 29 Ιουνίου 2011

Απόφθεγμα της Ημέρας

Δε με πειράζει να κοιτάζουν οι άνθρωποι το ρολόι τους όταν μιλάω. Με πειράζει όταν αρχίζουν να το κουνάνε για να σιγουρευτούν ότι δεν έχει σταματήσει.
~Lord Bickett

Κυριακή 26 Ιουνίου 2011

Απόφθεγμα της Ημέρας

Το να είσαι πρωτότυπος σημαίνει να θέλεις να είσαι όπως οι άλλοι και να μην μπορείς. 
~Jean Cocteau


Έχει δίκιο. Ως γνωστό όλοι θέλουμε να γίνουμε κάτι που δεν είμαστε. Ή ζηλεύουμε κάτι που έχει ο άλλος χωρίς τις περισσότερες φορές να ξέρουμε ότι αυτός ίσως να ζηλεύει αυτό που έχουμε εμείς. Ηθικό δίδαγμα; Να μάθουμε να είμαστε ευχαριστημένοι με αυτά που έχουμε.

Σάββατο 25 Ιουνίου 2011

Η Σονάτα του Σεληνόφωτος ~ Γιάννης Ρίτσος

(Ἀνοιξιάτικο βράδι. Μεγάλο δωμάτιο παλιοῦ σπιτιοῦ. Μιὰ ἡλικιωμένη γυναίκα ντυμένη στὰ μαῦρα μιλάει σ᾿ ἕναν νέο. Δὲν ἔχουν ἀνάψει φῶς. Ἀπ᾿ τὰ δυὸ παράθυρα μπαίνει ἕνα ἀμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα νὰ πῶ ὅτι ἡ γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα ἔχει ἐκδώσει δυό-τρεῖς ἐνδιαφέρουσες ποιητικὲς συλλογὲς θρησκευτικῆς πνοῆς. Λοιπόν, ἡ Γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα μιλάει στὸν νέο.)

Ἄφησέ με ναρθῶ μαζί σου. Τί φεγγάρι ἀπόψε!
Εἶναι καλὸ τὸ φεγγάρι, - δὲ θὰ φαίνεται
 ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου. Τὸ φεγγάρι
θὰ κάνει πάλι χρυσὰ τὰ μαλλιά μου. Δὲ θὰ καταλάβεις.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Ὅταν ἔχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οἱ σκιὲς μὲς στὸ σπίτι,
ἀόρατα χέρια τραβοῦν τὶς κουρτίνες,
ἕνα δάχτυλο ἀχνὸ γράφει στὴ σκόνη τοῦ πιάνου
λησμονημένα λόγια - δὲ θέλω νὰ τ᾿ ἀκούσω. Σώπα.

Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου
λίγο πιὸ κάτου, ὡς τὴ μάντρα τοῦ τουβλάδικου,
ὡς ἐκεῖ ποὺ στρίβει ὁ δρόμος καὶ φαίνεται
ἡ πολιτεία τσιμεντένια κι ἀέρινη, ἀσβεστωμένη μὲ φεγγαρόφωτο
τόσο ἀδιάφορη κι ἄϋλη,
τόσο θετικὴ σὰν μεταφυσικὴ
ποὺ μπορεῖς ἐπιτέλους νὰ πιστέψεις πὼς ὑπάρχεις καὶ δὲν ὑπάρχεις
πὼς ποτὲ δὲν ὑπῆρξες, δὲν ὑπῆρξε ὁ χρόνος κ᾿ ἡ φθορά του.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Θὰ καθίσουμε λίγο στὸ πεζούλι, πάνω στὸ ὕψωμα,
κι ὅπως θὰ μᾶς φυσάει ὁ ἀνοιξιάτικος ἀέρας
μπορεῖ νὰ φαντάζουμε κιόλας πὼς θὰ πετάξουμε,
γιατί, πολλὲς φορές, καὶ τώρα ἀκόμη, ἀκούω τὸ θόρυβο τοῦ φουστανιοῦ
        μου
σὰν τὸ θόρυβο δυὸ δυνατῶν φτερῶν ποὺ ἀνοιγοκλείνουν,
κι ὅταν κλείνεσαι μέσα σ᾿ αὐτὸν τὸν ἦχο τοῦ πετάγματος
νιώθεις κρουστὸ τὸ λαιμό σου, τὰ πλευρά σου, τὴ σάρκα σου,
κι ἔτσι σφιγμένος μὲς στοὺς μυῶνες τοῦ γαλάζιου ἀγέρα,
μέσα στὰ ρωμαλέα νεῦρα τοῦ ὕψους,
δὲν ἔχει σημασία ἂν φεύγεις ἢ ἂν γυρίζεις
οὔτε ἔχει σημασία ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου,
(δὲν εἶναι τοῦτο ἡ λύπη μου - ἡ λύπη μου
εἶναι ποὺ δὲν ἀσπρίζει κ᾿ ἡ καρδιά μου.)
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Τὸ ξέρω πὼς καθένας μοναχὸς πορεύεται στὸν ἔρωτα,
μοναχὸς στὴ δόξα καὶ στὸ θάνατο.
Τὸ ξέρω. Τὸ δοκίμασα. Δὲν ὠφελεῖ.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Τούτο το σπίτι στοίχειωσε, με διώχνει –
θέλω να πω έχει παλιώσει πολύ, τα καρφιά ξεκολλάνε,
τα κάδρα ρίχνονται σε να βουτάνε στο κενό,
οι σουβάδες πέφτουν αθόρυβα
όπως πέφτει το καπέλο του πεθαμένου απ’ την κρεμάστρα στο σκοτεινό
        διάδρομο
όπως πέφτει το μάλλινο τριμμένο γάντι της σιωπής απ’ τα γόνατά της
ή όπως πέφτει μια λουρίδα φεγγάρι στην παλιά, ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα.

Κάποτε υπήρξε νέα κι αυτή, - όχι η φωτογραφία που κοιτάς με τόση
        δυσπιστία –
λέω για την πολυθρόνα, τόσο αναπαυτική, μπορούσες ώρες ολόκληρες να
         κάθεσαι
και με κλεισμένα μάτια να ονειρεύεσαι ό,τι τύχει
- μιαν αμμουδιά στρωτή, νοτισμένη, στιλβωμένη από φεγγάρι,
πιο στιλβωμένη απ’ τα παλιά λουστρίνια μου που κάθε μήνα τα δίνω
         στο στιλβωτήριο της γωνιάς,
ή ένα πανί ψαρόβαρκας που χάνεται στο βάθος λικνισμένο απ’ την ίδια
         του ανάσα,
τριγωνικό πανί σα μαντίλι διπλωμένο λοξά μόνο στα δυο
σα να μην είχε τίποτα να κλείσει ή να κρατήσει
ή ν’ ανεμίσει διάπλατο σε αποχαιρετισμό. Πάντα μου είχα μανία με τα
         μαντίλια,
όχι για να κρατήσω τίποτα δεμένο,
τίποτα σπόρους λουλουδιών ή χαμομήλι μαζεμένο στους αγρούς με το
         λιόγερμα
ή να το δέσω τέσσερις κόμπους σαν το σκουφί που φοράνε οι εργάτες
         στο αντικρινό γιαπί
ή να σκουπίσω τα μάτια μου, - διατήρησα καλή την όρασή μου
ποτέ μου δεν φόρεσα γυαλιά. Μια απλή ιδιοτροπία τα μαντίλια.

Τώρα τα διπλώνω στα τέσσερα, στα οχτώ, στα δεκάξι
ν’ απασχολώ τα δάχτυλα μου. Και τώρα θυμήθηκα
πως έτσι μετρούσα τη μουσική σαν πήγαινα στο Ωδείο
με μπλε ποδιά κι άσπρο γιακά, με δυο ξανθές πλεξούδες
- 8, 16, 32, 64 -
κρατημένη απ’ το χέρι μιας μικρής φίλης μου ροδακινιάς όλο φως
         και ροζ λουλούδια,
(συγχώρεσέ μου αυτά τα λόγια – κακή συνήθεια) – 32, 64 - κ’ οι
         δικοί μου στήριζαν
μεγάλες ελπίδες στο μουσικό μου τάλαντο. Λοιπόν, σου ‘λεγα για την
         πολυθρόνα –
ξεκοιλιασμένη – φαίνονται οι σκουριασμένες σούστες, τα άχερα –
έλεγα να την πάω δίπλα στο επιπλοποιείο,
μα που καιρός και λεφτά και διάθεση – τι να πρωτοδιορθώσεις; -
έλεγα να ρίξω ένα σεντόνι πάνω της, - φοβήθηκα
τα’ άσπρο σεντόνι σε τέτοιο φεγγαρόφωτο. Εδώ κάθισαν
άνθρωποι που ονειρεύθηκαν μεγάλα όνειρα, όπως κι εσύ κι όπως κι εγώ
          άλλωστε,
και τώρα ξεκουράζονται κάτω απ’ το χώμα δίχως να ενοχλούνται απ’ τη βροχή ή το φεγγάρι.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Θα σταθούμε λιγάκι στην κορφή της μαρμάρινης σκάλας τ’ Αι Νικόλα,
ύστερα εσύ θα κατηφορίσεις κι εγώ θα γυρίσω πίσω
έχοντας στ’ αριστερό πλευρό μου τη ζέστα απ’ το τυχαίο άγγιγμα του σακακιού σου
κι ακόμη μερικά τετράγωνα φώτα από μικρά συνοικιακά παράθυρα
κι αυτή την πάλλευκη άχνα απ’ το φεγγάρι που ‘ναι σα μια μεγάλη συνοδεία ασημένιων κύκνων –
και δε φοβάμαι αυτή την έκφραση, γιατί εγώ
πολλές ανοιξιάτικες νύχτες συνομίλησα άλλοτε με το Θεό που μου
        εμφανίστηκε
ντυμένος την αχλύ και τη δόξα ενός τέτοιου σεληνόφωτος,
και πολλούς νέους, πιο ωραίους και από σένα ακόμη του εθυσίασα,
έτσι λευκή και απρόσιτη ν' ατμίζομαι μες στη λευκή μου φλόγα, στη λευκότητα του σεληνόφωτος
πυρπολημένη απ’ τα’ αδηφάγα μάτια των αντρών κι απ’ τη δισταχτικήν
        έκσταση των εφήβων,
πολιορκημένη από εξαίσια, ηλιοκαμένα σώματα, άλκιμα μέλη γυμνασμένα στο κολύμπι, στο κουπί, στο στίβο, στο ποδόσφαιρο (που έκανα πως δεν τα ‘βλεπα)
μέτωπα, χείλη και λαιμοί, γόνατα, δάχτυλα και μάτια,
στέρνα και μπράτσα και μηροί (κι αλήθεια δεν τα ‘βλεπα)
- ξέρεις, καμιά φορά, θαυμάζοντας, ξεχνάς ό,τι θαυμάζεις, σου φθάνει
        ο θαυμασμός σου, -
θέ μου, τι μάτια πάναστρα, κι ανυψωνόμουν σε μιαν αποθέωση αρνημένων άστρων
γιατί, έτσι πολιορκημένη απ’ έξω κι από μέσα,
άλλος δε μου ‘μενε παρά μονάχα προς τα πάνω ή προς τα κάτω.
         - Όχι, δε φτάνει.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Το ξέρω η ώρα είναι πια περασμένη. Άφησέ με,
γιατί τόσα χρόνια, μέρες και νύχτες και πορφυρά μεσημέρια, έμεινα μόνη
ανένδοτη, μόνη και πάναγνη,
ακόμη στη συζυγική μου κλίνη πάναγνη και μόνη,
γράφοντας ένδοξους στίχους στα γόνατα του Θεού,
στίχους που, σε διαβεβαιώ, θα μείνουνε σα λαξευμένοι σε άμεμπτο μάρμαρο
πέρα απ’ τη ζωή μου και τη ζωή σου, πέρα πολύ. Δε φτάνει.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Τούτο το σπίτι δε με σηκώνει πια.
Δεν αντέχω να το σηκώνω στη ράχη μου.
Πρέπει πάντα να προσέχεις, να προσέχεις,
να στεριώνεις τον τοίχο με το μεγάλο μπουφέ
να στεριώνεις τον μπουφέ με το πανάρχαιο σκαλιστό τραπέζι
να στεριώνεις το τραπέζι με τις καρέκλες
να στεριώνεις τις καρέκλες με τα χέρια σου
να βάζεις τον ώμο σου κάτω απ’ το δοκάρι που κρέμασε.
Και το πιάνο, σα μαύρο φέρετρο κλεισμένο. Δεν τολμάς να τ’ ανοίξεις.
Όλο να προσέχεις, να προσέχεις, μην πέσουν, μην πέσεις. Δεν αντέχω.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
Τούτο το σπίτι, παρ’ όλους τους νεκρούς του, δεν εννοεί να πεθάνει.
Επιμένει να ζει με τους νεκρούς του
να ζει απ’ τους νεκρούς του
να ζει απ’ τη βεβαιότητα του θανάτου του
και να νοικοκυρεύει ακόμη τους νεκρούς του σ’ ετοιμόρροπα κρεβάτια
           και ράφια.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Εδώ, όσο σιγά κι αν περπατήσω μες την άχνα της βραδιάς,
είτε με τις παντούφλες, είτε ξυπόλητη,
κάτι θα τρίξει, - ένα τζάμι ραγίζει ή κάποιος καθρέφτης,
κάποια βήματα ακούγονται, - δεν είναι δικά μου.
Έξω, στο δρόμο μπορεί να μην ακούγονται τούτα τα βήματα, -
ή μεταμέλεια, λένε, φοράει ξυλοπάπουτσα, -
κι αν κάνεις αν κοιτάξεις σ’ αυτόν ή στον άλλον καθρέφτη,
πίσω απ’ τη σκόνη και τις ραγισματιές,
διακρίνεις πιο θαμπό και πιο τεμαχισμένο το πρόσωπό σου,
το πρόσωπο σου που άλλο δε ζήτησες στη ζωή παρά να το κρατήσεις
            καθάριο κι αδιαίρετο.

Τα χείλη του ποτηριού γυαλίζουν στο φεγγαρόφωτο
σαν κυκλικό ξυράφι – πώς να το φέρω στα χείλη μου;
όσο κι αν διψώ, - πώς να το φέρω; - Βλέπεις;
έχω ακόμη διάθεση για παρομοιώσεις, - αυτό μου απόμεινε,
αυτό με διαβεβαιώνει ακόμη πως δε λείπω.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Φορές-φορές, τὴν ὥρα ποὺ βραδιάζει, ἔχω τὴν αἴσθηση
πὼς ἔξω ἀπ᾿ τὰ παράθυρα περνάει ὁ ἀρκουδιάρης μὲ τὴν γριὰ βαριά του
        ἀρκούδα
μὲ τὸ μαλλί της ὅλο ἀγκάθια καὶ τριβόλια
σηκώνοντας σκόνη στὸ συνοικιακὸ δρόμο
ἕνα ἐρημικὸ σύννεφο σκόνη ποὺ θυμιάζει τὸ σούρουπο
καὶ τὰ παιδιὰ ἔχουν γυρίσει σπίτια τους γιὰ τὸ δεῖπνο καὶ δὲν τ᾿ ἀφήνουν
        πιὰ νὰ βγοῦν ἔξω
μ᾿ ὅλο ποὺ πίσω ἀπ᾿ τοὺς τοίχους μαντεύουν τὸ περπάτημα τῆς γριᾶς
        ἀρκούδας
-κ᾿ ἡ ἀρκούδα κουρασμένη πορεύεται μὲς στὴ σοφία τῆς μοναξιᾶς της,
        μὴν ξέροντας γιὰ ποῦ καὶ γιατί -
ἔχει βαρύνει, δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ χορεύει στὰ πισινά της πόδια
δὲν μπορεῖ νὰ φοράει τὴ δαντελένια σκουφίτσα της νὰ διασκεδάζει τὰ παιδιά,
        τοὺς ἀργόσχολους τοὺς ἀπαιτητικοὺς,
καὶ τὸ μόνο ποὺ θέλει εἶναι νὰ πλαγιάσει στὸ χῶμα
ἀφήνοντας νὰ τὴν πατᾶνε στὴν κοιλιά, παίζοντας ἔτσι τὸ τελευταῖο
        παιχνίδι της,
δείχνοντας τὴν τρομερή της δύναμη γιὰ παραίτηση,
τὴν ἀνυπακοή της στὰ συμφέροντα τῶν ἄλλων, στοὺς κρίκους τῶν
        χειλιῶν της, στὴν ἀνάγκη τῶν δοντιῶν της,
τὴν ἀνυπακοή της στὸν πόνο καὶ στὴ ζωὴ
μὲ τὴ σίγουρη συμμαχία τοῦ θανάτου -ἔστω κ᾿ ἑνὸς ἀργοῦ θανάτου-
τὴν τελική της ἀνυπακοὴ στὸ θάνατο μὲ τὴ συνέχεια καὶ τὴ γνώση τῆς
       ζωῆς
ποὺ ἀνηφοράει μὲ γνώση καὶ μὲ πράξη πάνω ἀπ᾿ τὴ σκλαβιά της.

Μὰ ποιὸς μπορεῖ νὰ παίξει ὡς τὸ τέλος αὐτὸ τὸ παιχνίδι;
Κ᾿ ἡ ἀρκούδα σηκώνεται πάλι καὶ πορεύεται
ὑπακούοντας στὸ λουρί της, στοὺς κρίκους της, στὰ δόντια της,
χαμογελώντας μὲ τὰ σκισμένα χείλια της στὶς πενταροδεκάρες ποὺ τὶς
        ρίχνουνε τὰ ὡραῖα καὶ ἀνυποψίαστα παιδιὰ
(ὡραῖα ἀκριβῶς γιατί εἶναι ἀνυποψίαστα)
καὶ λέγοντας εὐχαριστῶ. Γιατί οἱ ἀρκοῦδες ποὺ γεράσανε
τὸ μόνο ποὺ ἔμαθαν νὰ λένε εἶναι: εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Τούτο το σπίτι με πνίγει. Μάλιστα η κουζίνα
είναι σαν το βυθό της θάλασσας. Τα μπρίκια κρεμασμένα γυαλίζουν
σα στρόγγυλα, μεγάλα μάτια πίθανων ψαριών,
τα πιάτα σαλεύουν αργά σαν τις μέδουσες,
φύκια και όστρακα πιάνονται στα μαλλιά μου – δεν μπορώ να τα ξεκολλήσω
        ύστερα,
δεν μπορώ ν’ ανέβω πάλι στην επιφάνεια –
ο δίσκος μου πέφτει απ’ τα χέρια άηχος, - σωριάζομαι
και βλέπω τις φυσαλίδες απ’ την ανάσα μου ν’ ανεβαίνουν, ν’ ανεβαίνουν
και προσπαθώ να διασκεδάσω κοιτάζοντας τες
κι αναρωτιέμαι τι θα λέει αν κάποιος βρίσκεται από πάνω και βλέπει
        αυτές τις φυσαλίδες,
τάχα πως πνίγεται κάποιος, ή πως ένας δύτης ανιχνεύει τους βυθούς;


Κι αλήθεια δεν είναι λίγες οι φορές που ανακαλύπτω εκεί, στο βάθος
        του πνιγμού,
κοράλλια και μαργαριτάρια και θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων,
απρόοπτες συναντήσεις, και χτεσινά και σημερινά και μελλούμενα,
μιαν επαλήθευση σχεδόν αιωνιότητας,
κάποιο ξανάσασμα, κάποιο χαμόγελο αθανασίας, όπως λένε,
μιαν ευτυχία, μια μέθη, κι ενθουσιασμόν ακόμη,
κοράλλια και μαργαριτάρια και ζαφείρια
μονάχα που δεν ξέρω να τα δώσω – όχι, τα δίνω
μονάχα που δεν ξέρω αν μπορούν να τα πάρουν – πάντως εγώ τα δίνω.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Μια στιγμή, να πάρω τη ζακέτα μου.
Τούτο τον άστατο καιρό, όσο να ‘ναι, πρέπει να φυλαγόμαστε.
Έχει υγρασία τα βράδια, και το φεγγάρι
δε σου φαίνεται, αλήθεια, πως επιτείνει την ψύχρα;

Άσε να σου κουμπώσω το πουκάμισο – τι δυνατό το στήθος σου,
τι δυνατό φεγγάρι, - η πολυθρόνα, λέω – κι όταν σηκώνω το φλιτζάνι
        απ’ το τραπέζι
μένει από κάτω μια τρύπα σιωπή, βάζω αμέσως την παλάμη μου επάνω
να μην κοιτάξω μέσα, - αφήνω πάλι το φλιτζάνι στη θέση του
και το φεγγάρι μια τρύπα στο κρανίο του κόσμου – μην κοιτάξεις μέσα,
είναι μια δύναμη μαγνητική που σε τραβάει – μην κοιτάξεις, μην κοιτάχτε,
ακούστε που σας μιλάω – θα πέσετε μέσα. Τούτος ο ίλιγγος
ωραίος, ανάλαφρος – θα πέσεις, -
ένα μαρμάρινο πηγάδι το φεγγάρι,
ίσκιοι σαλεύουν και βουβά φτερά, μυστηριακές φωνές – δεν τις ακούτε;

Βαθύ - βαθύ το πέσιμο,
βαθύ - βαθύ το ανέβασμα,
το αέρινο άγαλμα κρουστό μες στ’ ανοιχτά φτερά του,
βαθιά - βαθιά η αμείλικτη ευεργεσία της σιωπής, -
τρέμουσες φωταψίες της άλλης όχθης, όπως ταλαντεύεσαι μες στο ίδιο
        σου το κύμα,
ανάσα ωκεανού. Ωραίος ανάλαφρος
ο ίλιγγος τούτος, - πρόσεξε, θα πέσεις. Μην κοιτάς εμένα,
εμένα η θέση μου είναι το ταλάντευμα – ο εξαίσιος ίλιγγος. Έτσι κάθε
        απόβραδο
έχω λιγάκι πονοκέφαλο, κάτι ζαλάδες.

Συχνὰ πετάγομαι στὸ φαρμακεῖο ἀπέναντι γιὰ καμιὰν ἀσπιρίνη,
ἄλλοτε πάλι βαριέμαι καὶ μένω μὲ τὸν πονοκέφαλό μου
ν᾿ ἀκούω μὲς στοὺς τοίχους τὸν κούφιο θόρυβο ποὺ κάνουν οἱ σωλῆνες
        τοῦ νεροῦ,
ἢ ψήνω ἕναν καφέ, καί, πάντα ἀφηρημένη,
ξεχνιέμαι κ᾿ ἑτοιμάζω δυὸ - ποιὸς νὰ τὸν πιεῖ τὸν ἄλλον;-
ἀστεῖο ἀλήθεια, τὸν ἀφήνω στὸ περβάζι νὰ κρυώνει
ἢ κάποτε πίνω καὶ τὸν δεύτερο, κοιτάζοντας ἀπ᾿ τὸ παράθυρο τὸν πράσινο
        γλόμπο τοῦ φαρμακείου σὰν τὸ πράσινο φῶς ἑνὸς ἀθόρυβου τραίνου ποὺ ἔρχεται νὰ μὲ πάρει
μὲ τὰ μαντίλια μου, τὰ σταβοπατημένα μου παπούτσια, τὴ μαύρη τσάντα
        μου, τὰ ποιήματά μου,
χωρὶς καθόλου βαλίτσες - τί νὰ τὶς κάνεις;
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Α, φεύγεις; Καληνύχτα. Ὄχι, δὲ θἄρθω. Καληνύχτα.
Ἐγὼ θὰ βγῶ σὲ λίγο. Εὐχαριστῶ. Γιατί ἐπιτέλους, πρέπει
νὰ βγῶ ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ τσακισμένο σπίτι.
Πρέπει νὰ δῶ λιγάκι πολιτεία, -ὄχι, ὄχι τὸ φεγγάρι -
τὴν πολιτεία μὲ τὰ ροζιασμένα χέρια της, τὴν πολιτεία τοῦ μεροκάματου,
τὴν πολιτεία ποὺ ὁρκίζεται στὸ ψωμὶ καὶ στὴ γροθιά της
τὴν πολιτεία ποὺ ὅλους μας ἀντέχει στὴν ράχη της
μὲ τὶς μικρότητές μας, τὶς κακίες, τὶς ἔχτρες μας,
μὲ τὶς φιλοδοξίες, τὴν ἄγνοιά μας καὶ τὰ γερατειά μας,-
ν᾿ ἀκούσω τὰ μεγάλα βήματα τῆς πολιτείας,
νὰ μὴν ἀκούω πιὰ τὰ βήματά σου
μήτε τὰ βήματα τοῦ Θεοῦ, μήτε καὶ τὰ δικά μου βήματα. Καληνύχτα.

(Τὸ δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πὼς κάποιο σύννεφο θἄκρυβε τὸ φεγγάρι. Μονομιᾶς, σὰν κάποιο χέρι νὰ δυνάμωσε τὸ ραδιόφωνο τοῦ γειτονικοῦ μπάρ, ἀκούστηκε μία πολὺ γνώστη μουσικὴ φράση. Καὶ τότε κατάλαβα πὼς ὅλη τούτη τὴ σκηνὴ τὴ συνόδευε χαμηλόφωνα ἡ «Σονάτα τοῦ Σεληνόφωτος», μόνο τὸ πρῶτο μέρος. Ὁ νέος θὰ κατηφορίζει τώρα μ᾿ ἕνα εἰρωνικὸ κ᾿ ἴσως συμπονετικὸ χαμόγελο στὰ καλογραμμένα χείλη του καὶ μ᾿ ἕνα συναίσθημα ἀπελευθέρωσης. Ὅταν θὰ φτάσει ἀκριβῶς στὸν Ἅη-Νικόλα, πρὶν κατεβεῖ τὴ μαρμαρίνη σκάλα, θὰ γελάσει, -ἕνα γέλιο δυνατό, ἀσυγκράτητο. Τὸ γέλιο του δὲ θ᾿ ἀκουστεῖ καθόλου ἀνάρμοστα κάτω ἀπ᾿ τὸ φεγγάρι. Ἴσως τὸ μόνο ἀνάρμοστο νἆναι τὸ ὅτι δὲν εἶναι καθόλου ἀνάρμοστο. Σὲ λίγο, ὁ Νέος θὰ σωπάσει, θὰ σοβαρευτεῖ καὶ θὰ πεῖ «Ἡ παρακμὴ μιᾶς ἐποχῆς». Ἔτσι, ὁλότελα ἥσυχος πιά, θὰ ξεκουμπώσει πάλι τὸ πουκάμισό του καὶ θὰ τραβήξει τὸ δρόμο του. Ὅσο γιὰ τὴ γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα, δὲν ξέρω ἂν βγῆκε τελικὰ ἀπ᾿ τὸ σπίτι. Τὸ φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Καὶ στὶς γωνιὲς τοῦ δωματίου οἱ σκιὲς σφίγγονται ἀπὸ μίαν ἀβάσταχτη μετάνοια, σχεδὸν ὀργή, ὄχι τόσο γιὰ τὴ ζωὴ ὅσο γιὰ τὴν ἄχρηστη ἐξομολόγηση.
Ἀκοῦτε; τὸ ραδιόφωνο συνεχίζει.)  :



Απόφθεγμα της Ημέρας

Τα ωραιότερα πράγματα στη ζωή είναι ή ανήθικα ή παράνομα ή παχαίνουν.
 ~Alexander Woollcott

Απόφθεγμα της Ημέρας

Η κυριότερη αιτία όλων προβλημάτων είναι οι λύσεις.
~ Eric Sevaried

Πέμπτη 23 Ιουνίου 2011

Απόφθεγμα της Ημέρας

Ορκίστηκα να δραπετεύσω από αυτή τη φυλακή, έστω κι αν χρειαστεί να περάσω όλη μου τη ζωή εδώ μέσα.
~Woody Allen

Τρίτη 21 Ιουνίου 2011

Απόφθεγμα της Ημέρας

Ο μόνος τρόπος για να προλάβεις ένα τρένο είναι να χάσεις το προηγούμενο.
~ G. K. Chesterton

Adam Lambert ~ Whataya Want From Me

Το ερωτεύτηκα αυτό το τραγούδι. Τι να λέμε... Απίστευτο. Το πρωτοάκουσα μόλις χτες και μέχρι τώρα το έχω ακούσει τουλάχιστον 50 φορές.


Hey, slow it down
What do you want from me
What do you want from me
Yeah, I’m afraid
What do you want from me
What do you want from me

There might have been a time
When I would give myself away
(Ooh) Once upon a time
I didn’t give a damn
But now here we are
So what do you want from me
What do you want from me

Just don’t give up
I’m workin’ it out
Please don’t give in
I won’t let you down
It messed me up, need a second to breathe
Just keep coming around
Hey, what do you want from me
What do you want from me

Yeah, it’s plain to see
that baby you’re beautiful
And there’s nothing wrong with you
 Then it’s me – I’m a freak
but thanks for lovin’ me
Cause you’re doing it perfectly

There might have been a time
When I would let you step away
I wouldn’t even try but I think
you could save my life

Just don’t give up
I’m workin’ it out
Please don’t give in
I won’t let you down
It messed me up, need a second to breathe
Just keep coming around
Hey, what do you want from me
What do you want from me

Just don’t give up on me
I won’t let you down
No, I won’t let you down

So
Just don’t give up
I’m workin’ it out
Please don’t give in
I won’t let you down
It messed me up, need a second to breathe
Just keep coming around
Hey, what do you want from me

Just don’t give up
I’m workin’ it out
Please don’t give in
I won’t let you down
It messed me up, need a second to breathe
Just keep coming around
Hey,what do you want from me
What do you want from me
What do you want from me


Μετάφραση: 
Πήγαινε πιο αργά 
Τι θες από μένα;  
Τι θες από μένα; 
Ναι, φοβάμαι. 
Τι θες από μένα; 
Τι θες από μένα; 

Ίσως υπήρχε μια εποχή που θα έδινα τον εαυτό μου. 
Μια φορά και ένα καιρό.
Δε με ένοιαζε καθόλου.
Αλλά να΄μαστε τώρα. 
Λοιπόν... Τι θες από μένα; 
Τι θες από μένα;

Απλά μην τα παρατήσεις. 
Θα το λύσω.
Σε παρακαλώ μην ενδώσεις.  
Δε θα σε απογοητεύσω. 
Με αναστάτωσε, χρειάζομαι μια στιγμή να αναπνεύσω. 
Απλά συνέχισε να έρχεσαι 
Τι θες από μένα;
Τι θες από μένα;

Ναι, είναι εύκολο να δεις
Ότι μωρό μου είσαι όμορφη
Και δεν έχεις κανένα ψεγάδι
Και μετά εγώ, είμαι ένα φρικιό
Αλλά σ' ευχαριστώ που μ΄αγαπάς
Γιατί το κάνεις τέλεια

Ίσως να υπήρχε μια εποχή
Που θα σε άφηνα να φύγεις
Δε θα προσπαθούσα καν
Αλλά νομίζω ότι θα μπορούσες να σώσεις τη ζωή μου


Απλά μην τα παρατήσεις. 
Θα το λύσω.
Σε παρακαλώ μην ενδώσεις.  
Δε θα σε απογοητεύσω. 
Με αναστάτωσε, χρειάζομαι μια στιγμή να αναπνεύσω. 
Απλά συνέχισε να έρχεσαι 
Τι θες από μένα;
Τι θες από μένα;

Απλά μη τα παρατήσεις με μένα...
Δε θα σε απογοητεύσω...
Δε θα σε απογοητεύσω...

Απλά μην τα παρατήσεις. 
Θα το λύσω.
Σε παρακαλώ μην ενδώσεις.  
Δε θα σε απογοητεύσω. 
Με αναστάτωσε, χρειάζομαι μια στιγμή να αναπνεύσω. 
Απλά συνέχισε να έρχεσαι 
Τι θες από μένα;
Τι θες από μένα;

Απλά μην τα παρατήσεις. 
Θα το λύσω.
Σε παρακαλώ μην ενδώσεις.  
Δε θα σε απογοητεύσω. 
Με αναστάτωσε, χρειάζομαι μια στιγμή να αναπνεύσω. 
Απλά συνέχισε να έρχεσαι 
Τι θες από μένα;
Τι θες από μένα;
Τι θες από μένα;




Δευτέρα 20 Ιουνίου 2011

Κυριακή 19 Ιουνίου 2011

Απόφθεγμα της Ημέρας

Μια γυναίκα είναι δυστυχισμένη όταν ξέρει ένα μυστικό που κανείς άλλος δεν ενδιαφέρεται να μάθει.
~Ανώνυμος

Λοιπόν... Όταν το πρωτοείδα σκέφτηκα "Κακίες!". Αλλά μετά το ξανασκέφτηκα... Και έχει μία δόση αλήθειας μέσα.

Σάββατο 18 Ιουνίου 2011

Απόφθεγμα της Ημέρας

Οι μισοί από τους μπελάδες που έχουμε στη ζωή προέρχονται είτε επείδη λέμε "ναι"  πολύ βιαστικά, είτε επειδή δε λέμε "όχι" αρκετά γρήγορα.
~Josh Billings

Παρασκευή 17 Ιουνίου 2011

Απόφθεγμα της Ημέρας

Ποτέ μην απολογείσαι επείδη έχεις πει τι αισθάνεσαι. Είναι σαν να λες "Συγνώμη που είμαι αληθινός..." 
~Ανώνυμος 

Πέμπτη 16 Ιουνίου 2011

Μικρά Βεγγαλικά ~ Ελεονώρα Ζουγανέλη

Ένα πολύ ωραίο τραγούδι...


Μικρά βεγγαλικά


Σαν υγρασία πρωινή με ζωντανεύεις
Στο αστραφτερό σου πουθενά με τριγυρνάς
Με ρίχνεις στη φωτιά από ένα όνειρο και με ξυπνάς
Γέμισε χώμα ο αέρας που αναπνέεις
Το τελευταίο σου τσιγάρο έγινε σκόνη
Πέρασε δίπλα μου η νύχτα σου αμίλητη σε μια οθόνη

Όμως εγώ θα είμαι δίπλα σου κι ας άργησα
Θα σε προλάβω στο λιμάνι ξημερώματα
Θα πέφτουν γύρω μας μικρά βεγγαλικά
Χιλιάδες χρώματα

Γέμισε χώμα ο αέρας που αναπνέεις
Το τελευταίο σου τσιγάρο έγινε σκόνη
Πέρασε δίπλα μου η νύχτα σου αμίλητη σε μια οθόνη
Σαν υγρασία πρωινή με ζωντανεύεις
Και όποιος δεν τόλμησε να φτάσει μέχρι εδώ
Πηδάει κλείνοντας τα μάτια στον γκρεμό και πετάει

Όμως εγώ θα είμαι δίπλα σου κι ας άργησα
Θα σε προλάβω στο λιμάνι ξημερώματα
Θα πέφτουν γύρω μας μικρά βεγγαλικά
Χιλιάδες χρώματα

Σε μουσική Φίλιππου Πλιάτσικα και στίχους Τζάνου Κώστα

Τα παιχνίδια της Τύχης ~ Random Hearts

Πάει και το δεύτερο βιβλίο από τη λίστα μου. Τα παιχνίδια της τύχης, αυτό που έγινε και ταινία. Το βιβλίο μου άρεσε... Η ιστορία αφορά 2 ανθρώπους που γνωρίζονται μετά από ένα αεροπορικό δυστύχημα και είναι πολύ πιο κοντά από ότι φαντάζομαι καθώς οι σύζυγοί τους είχαν δεσμό και είχαν κανονίσει να περάσουν τετραήμερο στη Φλόριντα (έχοντας πει ψέματα ότι θα λείπουν για δουλειά). Δυστυχώς όμως το αεροπλάνο πέφτει... Και έτσι γνωρίζονται οι 2 ανυποψίαστοι σύζυγοι. Είναι καλό. Το βιβλίο σου κρατούσε το ενδιαφέρον. Την ταινία από την άλλη εγώ δε μπόρεσα να την δω. Τη βαρέθηκα. Τι να πεις... Απόψεις! Ίσως να έφταιγε ότι ήξερα την υπόθεση. Δε ξέρω. Πάντως τη βαρέθηκα αρκετά γρήγορα.

Απόφθεγμα της Ημέρας

Ποτέ μην εμπιστεύεσαι τις γυναίκες που λένε την πραγματική τους ηλικία. Αφού μπορούν να πουν αυτό, μπορούν να πουν τα πάντα.
~Oscar Wilde

Τρίτη 14 Ιουνίου 2011

Περουλάδες ~ Κέρκυρα

Πριν δύο μέρες πήγα σε μία υπέροχη παραλία στην Κέρκυρα. Το όνομα της είναι Loggas Beach και βρίσκεται στο χωριό Περουλάδες.  Δεν έκανα μπάνιο, απλά κοίταζα από ψηλά με δέος. Δείτε και θα καταλάβετε: 






Ήταν απλά υπέροχα. Ιδανικό το μέρος για ερωτευμένα ζευγαράκια χεχε

Απόφθεγμα της Ημέρας

Παραμέλησα το blog μου για δύο μέρες, αλλά τι να κάνω;;; Η δύναμη του ήλιου και της θάλασσας ;)

Ο καλύτερος τρόπος για να κρατήσει κανείς το λόγο του, είναι να μην τον δώσει ποτέ.
~Napoleon 

Σάββατο 11 Ιουνίου 2011

Απόφθεγμα της Ημέρας

"Μόνο οι πραγματικοί φίλοι μας βοηθούν να δούμε την αλήθεια. Με χαστούκια εννοείται."

~Φ. Σαμπέο

Η μάγισσα ~ Celia Rees


Λοιπόν, 2 μέρες μετά και κατάφερα να τελειώσω το πρώτο βιβλίο από αυτά που δανείστηκα από τη βιβλιοθήκη του σχολείου μου. Έτσι είναι. Αν είσαι βιβλιοφάγος και το βιβλίο είναι ενδιαφέρον δε καταφέρνεις να το αφήσεις απ΄ τα χέρια σου. Και το συγκεκριμένο ήθελα να το φτάσω σύντομα, αγωνιούσα για το τέλος.
 Η ιστορία του έχει ως εξής: Μία κοπέλα, η Άγκνες, τη σύγχρονη εποχή έρχεται σε επαφή με το πνεύμα μίας κοπέλας, της Μαίρης, η οποία διώχτηκε από την αποικία στη οποία ζούσε, με την κατηγορία της μάγισσας, και το έσκασε για να μην καταλήξει στην πυρά. Μέσα από την βοήθεια της θείας της, η Άγκνες, η οποία είναι ιθαγενής, καταλαμβάνεται εντελώς από το πνεύμα της Μαίρης, που την διάλεξε για να διηγηθεί την ιστορία της. Επιπλέον, την ιστορία συμπληρώνει η Άλισον, μία καθηγήτρια του Ινστιτούτου της Βοστώνης, η οποία έχει αφιερωθεί στην αναζήτηση της ιστορίας της Μαίρης.
Σε όποιον το διαλέξει, ελπίζω να του αρέσει όσο και σε μένα.
Απόσπασμα του βιβλίου:
«Οι ζώνες αυτές δε χρησιμοποιούνταν ποτέ από τους ιθαγενείς όπως τα χρήματα. Αυτές οι ζώνες μεταφέρουν τον λόγο, τον κώδικα, τον νόμο. Είναι ιερές και αποτελούν ένα ζωντανό κομμάτι του ποιοι είμαστε. Συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται τώρα και θα χρησιμοποιούνται πάντοτε. Κάθε χάντρα αντιμετωπίζεται με μεγάλο σεβασμό, αλλά κάθε χάντρα είναι πολύ μικρή». Ένωσε τον δείκτη με τον αντίχειρα κι έδειξε ένα τέταρτο του εκατοστού. «Όταν είναι μόνες τους, πέφτουν και σκορπίζουν». Άνοιξε την παλάμη της και αναποδογύρισε το χέρι της. «Βαλ’ τες μαζί, όμως, και έχεις κάτι άλλο. Μαζί φτιάχνουν κάτι μεγάλο. Μαζί διασώζουν τις λέξεις». Κοίταξε προς τη μεριά της Άγκνες. «Ακούστε πώς το βλέπω εγώ: εσύ, εγώ, η Μαίρη, οι άνθρωποι στη ζωή της, οι άνθρωποι για τους οποίους έμαθε η Άλισον, η Άλισον η ίδια είμαστε σαν τις χάντρες τούτης της ζώνης. Όταν μας κοιτάξεις χωριστά δε βγάζεις και πολύ νόημα. Όμως, όταν μας βάλεις μαζί, μπορείς να διαβάσεις όλη την ιστορία». 
Νομίζω ότι όποιος ήθελε κατάλαβε το μήνυμα που επιδίωξε να περάσει η συγγραφέας με αυτές τις παραγράφους. 
Μπορείτε να βρείτε το βιβλίο εδώ:  Η μάγισσα - Celia Rees 

Ξέχασα να αναφέρω ότι το βιβλίο είναι συνέχεια του βιβλίου "Η μικρή μάγισσα"  το οποίο θα ψάξω να βρω και να διαβάσω σύντομα. ^_^ 

Παρασκευή 10 Ιουνίου 2011

Απόφθεγμα της Ημέρας

Λέω να καθιερώσω ένα έθιμο σε αυτό το blog. Να μοιράζομαι δηλάδη κάθε μέρα από ένα αγαπημένο μου απόφθεγματα.

Ας ξεκινήσω λοιπόν!

"Δε θα ξεχάσουμε ποτέ τις υποσχέσεις μας. Θα τις θυμόμαστε πάντα με νοσταλγία."
~Γιάννης Ιωάννου

Επιτέλους... Τέλος!!!!!!!!!!!!!!!

Πραγματικά δεν άντεχα άλλο. Ευτυχώς τελειώσαμε και τι ωραία! Τριήμερο Αγίου Πνεύματος πάμε για μπανιάαααααα!!!!!!!! Κέρκυρα σου'ρχομαι!!!!! <3 <3

Και έχω πάρει και ένα τσούρμο βιβλία να διαβάσω... Μην πάει έτσι, να λέμε ότι ανοίξαμε και κανά βιβλίο  ;)

Έτσι έχω...

  • Τα Ρω του Έρωτα ~ Οδυσσέας Ελύτης
  • Σονάτα του Σεληνόφωτος ~ Γιάννης Ρίτσος 
  • Ελεγεία και Σάτιρες ~ Κ. Γ. Καρυωτάκης 
  •  Ποιήματα και Πεζά ~ Κ.Γ. Καπυωτάκης
  • Eroica ~ Κοσμάς Πολίτης 
  • Το αμάρτημα της μητρός μου ~ Γ. Μ. Βιζυηνός 
  • Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα ~ Κων/νος Θεοτόκης 
  • Η τιμή και το χρήμα ~ Κων/νος Θεοτόκης  
  • Αντιγραφές ~ Γιώργος Σεφέρης 
  • Η κοιλάδα με τις πεταλούδες ~ Ελένη Δικαίου 
  • Επιχείρηση "Κόκκινη Άμμος" ~ Ann Thwaite
  • Το τραγούδι της ψυχής ~ Γιώργος Λεονάρδος 
  • Η μάγισσα ~ Celia Rees 
  • Παιχνίδια της Τύχης ~ Warren Adler ( Το συγκεκριμένο έχει γίνει και ταινία με πρωταγωνιστές τους Harrison Ford και την Kristin Scott Thomas ) 
Ελπίζω να προλάβω να τα τελειώσω όλα. ^_^
Θα μοιραστώ τις απόψεις μου για το καθένα μόλις το τελειώνω.

Πέμπτη 9 Ιουνίου 2011

Ελένη


ΕΛΕΝΗ
ΤΕΥΚΡΟΣ ... ες γην εναλίαν Κύπρον ου μ' εθέσπισεν
οικείν Απόλλων, όνομα νησιωτικόν
Σαλαμίνα θέμενον της εκεί χάριν πάτρας.
..............................................................
ΕΛΕΝΗ: Ουκ ήλθον ες γην Τρωάδ' , αλλ' είδωλον ήν.
.............................................................
ΑΓΓΕΛΟΣ: Τι φής;
Νεφέλης άρ' άλλως είχομεν πόνους πέρι;

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ,ΕΛΕΝΗ






"Τ' αηδόνια δε σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες''.

Αηδόνι ντροπαλό, μες στον ανασασμό των φύλλων,
σύ που δωρίζεις τη μουσική δροσιά του δάσους
στα χωρισμένα σώματα και στις ψυχές
αυτών που ξέρουν πως δε θα γυρίσουν.
Τυφλή φωνή, που ψηλαφείς μέσα στη νυχτωμένη μνήμη
βήματα και χειρονομίες. δε θα τολμούσα να πω φιλήματα.
και το πικρό τρικύμισμα της ξαγριεμένης σκλάβας.

"Τ' αηδόνια δε σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες".

Ποιες είναι οι Πλάτρες; Ποιος το γνωρίζει τούτο το νησί;
Έζησα τη ζωή μου ακούγοντας ονόματα πρωτάκουστα:
καινούργιους τόπους, καινούργιες τρέλες των ανθρώπων
ή των θεών.
η μοίρα μου που κυματίζει
ανάμεσα στο στερνό σπαθί ενός Αίαντα
και μιαν άλλη Σαλαμίνα
μ' έφερε εδώ σ' αυτό το γυρογιάλι.
Το φεγγάρι
βγήκε απ' το πέλαγο σαν Αφροδίτη.
σκέπασε τ' άστρα του Τοξότη, τώρα πάει να 'βρει
την καρδιά του Σκορπιού, κι όλα τ' αλλάζει.
Πού είναι η αλήθεια;
Ήμουν κι εγώ στον πόλεμο τοξότης.
το ριζικό μου, ενός ανθρώπου που ξαστόχησε.

Αηδόνι ποιητάρη,
σαν και μια τέτοια νύχτα στ' ακροθαλάσσι του Πρωτέα
σ' άκουσαν οι σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι έσυραν το θρήνο,
κι ανάμεσό τους-ποιος θα το 'λεγε-η Ελένη!
Αυτή που κυνηγούσαμε χρόνια στο Σκάμαντρο.
Ήταν εκεί, στα χείλια της ερήμου. την άγγιξα, μου μίλησε:
"Δεν είν' αλήθεια, δεν είν' αλήθεια" φώναζε.
"Δεν μπήκα στο γαλαζόπλωρο καράβι.
Ποτέ δεν πάτησα την αντρειωμένη Τροία".

Με το βαθύ στηθόδεσμο, τον ήλιο στα μαλλιά, κι αυτό
το ανάστημα
ίσκιοι και χαμόγελα παντού
στους ώμους στους μηρούς στα γόνατα.
ζωντανό δέρμα, και τα μάτια
με τα μεγάλα βλέφαρα,
ήταν εκεί, στην όχθη ενός Δέλτα.
Και στην Τροία;
Τίποτε στην Τροία-ένα είδωλο.
Έτσι το θέλαν οι θεοί.
Κι ο Πάρης, μ' έναν ίσκιο πλάγιαζε σα να ήταν πλάσμα
ατόφιο.
κι εμείς σφαζόμασταν για την Ελένη δέκα χρόνια .

Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα.
Τόσα κορμιά ριγμένα
στα σαγόνια της θάλασσας στα σαγόνια της γης.
τόσες ψυχές
δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι.
Κι οι ποταμοί φουσκώναν μες στη λάσπη το αίμα
για ένα λινό κυμάτισμα για μια νεφέλη
μιας πεταλούδας τίναγμα το πούπουλο ενός κύκνου
για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη.
Κι ο αδερφός μου;
Αηδόνι αηδόνι αηδόνι,
τ' είναι θεός; τι μη θεός; και τι τ' ανάμεσό τους;

"Τ' αηδόνια δε σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες".

Δακρυσμένο πουλί,
στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη
που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα,
άραξα μοναχός μ' αυτό το παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως αυτό είναι παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι Δε θα ξαναπιάσουν
τον παλιό δόλο των θεών.
αν είναι αλήθεια
πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια,
ή κάποιος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη
ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος που ωστόσο
είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια,
δεν το 'χει μες στη μοίρα του ν' ακούσει
μαντατοφόρους που έρχουνται να πούνε
πως τόσος πόνος τόση ζωή
πήγαν στην άβυσσο
για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.



Στο τέλος...

Σιγά σιγά οι εξετάσεις φτάνουν στο τέλος τους. Απίστευτο, αλλά ακόμα μια χρονιά τελείωσε έτσι απλά. Η 2α λυκείου πέρασε απίστευτα γρήγορα, ούτε που κατάλαβα πως. Και ορίστε, έφτασα ένα βήμα πριν την τρίτη λυκείου. Τις πανελλήνιες, την ευκαιρία  να κάνω κάτι στο μέλλον. Πολλοί με αγχώνουν, μου λένε έρχεται μια δύσκολη χρονιά. Μου΄ρχεται να τους βρίσω ώρες ώρες. Συγνώμη, έχω ενα ολόκληρο καλοκαίρι μπροστά μου. Να χαλαρώσω, να περάσω καλά, να χαρώ τον ήλιο, τις διακοπές, να προετοιμαστώ ψυχολογικά για αυτό που θα ακολουθήσει. Πως γίνεται κάποιος να το ξεχνάει έτσι αυτό;;;; Μου φαίνεται χαζό. Πιστεύω ότι σε πολλούς το κάνουν αυτό. Σε όλους εσάς λοιπόν, μαθητές που τελειώνετε αύριο με την δευτέρα λυκείου μην τους αφήνετε να σας αγχώνουν και απολαύστε το καλοκαίρι όσο περισσότερο μπορείτε!!!!
Έχετε τρεις μήνες μπροστά σας. Καν΄τε τις τρέλες σας. Επιπλέον μην ακούτε αυτούς που σας λένε να τα παρατήσετε όλα για το διάβασμα. Οκ, έχουν ένα δίκιο. Ή θα τρέξεις ένα χρόνο τώρα και θα κάθεσαι όλη σου τη ζωή, ή θα κάτσεις ένα χρόνο τώρα και θα τρέχεις όλη σου τη ζωή.
Εγώ διάλεξα το πρώτο. Αλλά τη ζωή μου δε θα την αφήσω. Θα κάνω ότι έκανα και πριν. Σε λιγότερο ποσοστό βέβαια αλλά θα το κάνω. Γιατί αν η διάθεση μου δεν είναι καλή τότε ποτέ δε θα καταφέρω να διαβάσω, γιατί ακόμα και αυτό πρέπει να είσαι χαρούμενος για να το κάνεις. Με μισή καρδιά δε γίνεται τίποτα! Αυτά από μένα!
Αύριο τελευταία μέρα εξετάσεων (ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ) και πρέπει να'χουμε καλό φινάλε!


Ετοιμαστείτε! 
Αυτό: 


δίνει τη θέση του σε 
αυτό: 





Ανυπομονώ!!!!!!!!!!!!!!!!!